Translation glossary: EN>GR Kudoz

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-50 of 673
Next »
 
"multi-layered" guaranteeεγγύηση πολλαπλών επιπέδων/πολλαπλή εγγύηση 
английский => греческий (новогреческий)
"pre-emptive" trials«προληπτικές» δίκες 
английский => греческий (новогреческий)
(mythical) fixed pieη νοοτροπία της πλασματικής (μυθικής) πεπερασμένης πίτας, η μυθική νοοτροπία των πεπερασμένων πόρων 
английский => греческий (новогреческий)
2,3-epoxypropyl neodecanoateνεοδεκανοϊκό 2,3-εποξυπροπύλιο 
английский => греческий (новогреческий)
2-channel superheterodyne digital proportional systemδικάναλο υπερετερόδυνο ψηφιακό αναλογικό σύστημα 
английский => греческий (новогреческий)
a certain staple circus maximus of Roman barsμια σειρά από δημοφιλή μπαρ στη Ρώμη 
английский => греческий (новогреческий)
a close secondη αμέσως καλύτερη επιλογή / η δεύτερη καλύτερη επιλογή /η δεύτερη καλύτερη εναλλακτική λύση 
английский => греческий (новогреческий)
a hidden variable theoryμία θεωρία κρυφής μεταβλητής 
английский => греческий (новогреческий)
a.k.a.γνωστός επίσης και ως 
английский => греческий (новогреческий)
abrasive paperαντιτριβικό / λειαντικό χαρτί 
английский => греческий (новогреческий)
Academic Vice-PresidentΑκαδημαϊκός Αντιπρόεδρος 
английский => греческий (новогреческий)
accruedδεδουλευμένο 
английский => греческий (новогреческий)
adjectival education«επιθετική» εκπαίδευση, εκπαίδευση με επιθετικό προσδιορισμό 
английский => греческий (новогреческий)
Adjustmentρύθμιση, προσαρμογή 
английский => греческий (новогреческий)
affairsέγνοιες, σκοτούρες, μπελάδες, θέματα που σε απασχολούν, τα δικά σου 
английский => греческий (новогреческий)
against a backdrop of core inflationσε ένα υπόβαθρο βασικού/δομικού πληθωρισμού 
английский => греческий (новогреческий)
against a backdrop of core inflationσε ένα υπόβαθρο βασικού/δομικού πληθωρισμού 
английский => греческий (новогреческий)
air handling(εξοπλισμός / μέσα) επεξεργασίας αέρος 
английский => греческий (новогреческий)
Air-In-Line DetectorΣυσκευή ανίχνευσης/Ανιχνευτής φυσαλίδων αέρα σε γραμμή εγχύσεως υγρού 
английский => греческий (новогреческий)
airendθάλαμος συμπίεσης 
английский => греческий (новогреческий)
airwavesραδιοκύματα 
английский => греческий (новогреческий)
al-Udhrial-udhri (Αλ-Ουντρί) 
английский => греческий (новогреческий)
Alerts & InformationΕιδοποιήσεις και πληροφορίες 
английский => греческий (новогреческий)
alignment paperχαρτί ευθυγράμμισης 
английский => греческий (новогреческий)
Ammonium Thiosulfateθειοθειικό αμμώνιο 
английский => греческий (новогреческий)
amplitude and phase lag(καθ)υστέρηση πλάτους και φάσης 
английский => греческий (новогреческий)
amputee axle adaptorsπροσαρμογείς άξονα για ακρωτηριασμένα άτομα 
английский => греческий (новогреческий)
Antenna Input Connectorσυνδετήρας/βύσμα (εισόδου) κεραίας 
английский => греческий (новогреческий)
anti-shockμε αντικραδασμικό μηχανισμό 
английский => греческий (новогреческий)
antinitrosativeαντινιτρώδες 
английский => греческий (новогреческий)
Area Capacityσυνολική επιφάνεια κάλυψης/δυνατότητα κάλυψης συνολικής επιφάνειας: 
английский => греческий (новогреческий)
at the vestigesστα υπολλείμματα/απομεινάρια/σε ό,τι απέμεινε [του μεγαλείου της αρχαίας ιστορίας τους] 
английский => греческий (новогреческий)
autobotautobot, ρομπότ autobot 
английский => греческий (новогреческий)
avidity serologic testingορολογική δοκιμασία ισχύς δεσμού αντιγόνου-αντισώματος 
английский => греческий (новогреческий)
AW3 conditionκατάσταση (φορτίου) AW3 
английский => греческий (новогреческий)
awardsΒραβεία 
английский => греческий (новогреческий)
awarenessεπίγνωση, συναίσθηση, συνειδητοποίηση 
английский => греческий (новогреческий)
baby on boardμωρό στο αυτοκίνητο 
английский => греческий (новогреческий)
backlayeringφαινόμενου επιστροφής καπνού, Αντιστρωμάτωση 
английский => греческий (новогреческий)
bad actorsκακόπιστοι παίκτες / παράγοντες, κακόβουλες / παράνομες ενέργειες 
английский => греческий (новогреческий)
Balance sheet method/temporary differencesμέθοδος του ισολογισμού/προσωρινές διαφορές 
английский => греческий (новогреческий)
barrenστείρος 
английский => греческий (новогреческий)
baselineστοιχεία αναφοράς, στοιχεία υλοποίησης 
английский => греческий (новогреческий)
BATNA (Best Alternative to a Negotiated Agreement)Η καλύτερη εναλλακτική λύση σε μια υπό διαπραγμάτευση συμφωνία 
английский => греческий (новогреческий)
battery chemistryχημική σύνθεση μπαταρίας 
английский => греческий (новогреческий)
bearded pygmy chameleonγενειοφόρος πυγμαίος χαμαιλέοντας 
английский => греческий (новогреческий)
bearing exciter assemblyδιάταξη / συναρμογή διεγέρτριας τριβέα 
английский => греческий (новогреческий)
benzheptoxdiazineμπενζεπτοξιδιαζίνη 
английский => греческий (новогреческий)
billing chargeτέλος χρέωσης / τέλος τιμολόγησης 
английский => греческий (новогреческий)
binned demand and weather dateπινακοποιημένα δεδομένα ζήτησης και καιρού 
английский => греческий (новогреческий)
Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Поиск термина
  • Заказы
  • Форумы
  • Multiple search